-
1 сомневаться
сомневаться αμφιβάλλω; я не \сомневатьсяюсь, что... δεν αμφιβάλλω πως...· не \сомневатьсяйтесь μην αμφιβάλλετε* * *я не сомнева́юсь, что... — δεν αμφιβάλλω πως…
не сомнева́йтесь — μην αμφιβάλλετε
-
2 сомневаться
сомневатьсянесов (в ком-л., в чем-л.) ἀμφιβάλλω:можете не \сомневаться νά μήν ἀμφιβάλλετε καθόλου γι ' αὐτό. -
3 благонадежный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноπαλ. έμπιστος, αξιόπιστος, βέβαιος, σίγουρος, βάσιμος.εκφρ.будьте -ы – να είστε σίγουροι, μην αμφιβάλλετε καθόλου.